- πατισάχ
- και παντισάχ και παδισάχ, ο(τίτλος τών σουλτάνων) μεγάλος βασιλιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < περσ. pādshāh].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek